περισπώμενος

περισπώμενος
περισπάω
draw off from around
pres part mp masc nom sg
περισπάω
draw off from around
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …   Dictionary of Greek

  • περισπωμένη — η, Ν γραμμ. ένα από τα τρία σημεία τού παραδοσιακού τονισμού τών λέξεων, που πριν από την καθιέρωση τού μονοτονικού συστήματος έμπαινε μόνο στη λήγουσα και στην παραλήγουσα και ποτέ στην προπαραλήγουσα, σε αντιδιαστολή με τα δύο άλλα σημεία… …   Dictionary of Greek

  • περισπωμένως — Α επίρρ. με περισπωμένη, ιδίως στη λήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισπώμενος, μτχ. τού περισπῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐՈՅԿ — (րուկի, կաց.) NBH 2 0637 Chronological Sequence: 6c, 13c գ. περισπώμενος, νη, νον circumflexus, a, um. Առոգանութիւն ոլորտացեալ պարուրմամբ, որոյ նշանն (՞) է ազգ ոլորոկի՝ բաղկացեալ ʼի շաշտէ եւ ի բթէ (՛ , ՝). *Պարոյկ՝ շրջումն վերուստ ʼի վայր: Ի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”